Macaré - ορισμός. Τι είναι το Macaré
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Macaré - ορισμός


Maça         
f.
Pau pesado, mais grosso numa extremidade que na outra.
Espécie de pilão cilindrico, usado no serviço de calceteiro.
Clava.
Prov. alent.
Núcleo central das rodas dos carros, ligado pelos raios às pinas.
Pau, terminado por uma cabeça ovóide ou esphérica, às vezes recoberta de pelle, e com que se toca o bombo.
Ant.
A polpa interior da noz moscada.
Geol.
Formação eruptiva, desenvolvida irregularmente em qualquer direcção, antes de attingir a superfície do globo. Cf. Gonç. Guimarães, Geol., 143.
Prov. trasm.
Maça da perna, a coxa.
(Do lat. matea)
Maçar      
v. t.
Bater com maça ou maço.
Bater.
Pisar.
Fig.
Enfadar, repisando conversas ou assumptos.
Importunar.
maçado      
adj. (-sXV cf. FichIVPM) que se maçou
1 batido com maça ou maço
2 agredido com violência; espancado, surrado
3 fig. vítima de aborrecimento ou tédio; aborrecido, enfastiado, entediado
-etim part. de 1 maçar ; a data é do verbo maçar maça -sin/var ver sinonímia de entediado -ant ver antonímia de entediado

Βικιπαίδεια

Macare